ψυχοκινητικός

ψυχοκινητικός
η , ό[ν] психомоторный, психокинетический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψυχοκινητικός" в других словарях:

  • ψυχοκινητικός — ή, ό, Ν 1. (ιατρ. φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην απαρτίωση, την αλληλεπίδραση και την ωρίμαση τών συνεργιών και τών συνδυασμών τών κινητικών και ψυχικών λειτουργιών 2. (στην παραψυχολογία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»